- διαγραμμισμός
- διαγραμμ-ισμός, ὁ,A game of chequers, Poll.9.99, Eust.633.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαγραμμισμός — game of chequers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραμμισμός — ο (AM διαγραμμισμός) ή διαγράμμιση 1. παιχνίδι το οποίο παίζεται με πεσσούς που κινούνται πάνω σε διαγραμμισμένο άβακα, παρόμοιο με τη σημερινή ντάμα … Dictionary of Greek